Σεξουαλική στάση κατά την οποία μια γυναίκα πεοθηλάζει και σοδομίζεται ταυτόχρονα από δύο άντρες. Εάν τα πέη είναι συνευθειακά, και δει κάποιος την φάση από τα πλάγια, θα έχει την εντύπωση πως η άνωθεν αναφερομένη κυρία οβελίζεται.

- Γεια σου Γιάννη! Γεια σου Κώστα!
- Βρε, καλώς την Κική! Πώς κι από δω;
- Ήρθα να πάρω λίγο κοκορέτσι.
- Α, λυπάμαι! Κοκορέτσι τέλος.
- Αμάν! Και τώρα;...
- Τώρα... Θα βάλουμε εσένα στον οβελία.
- Α να χαθείς, βλάκα!

Ο παραδοσιακός πεοβελίας (από σφυρίζων, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified