Η ένωση της λέξης «ρεζίλι» με την τούρκικη «baş» = μπάσης ή μπασάς. Ψευτοάρχοντας δηλαδή, το έλεγαν για να κοροϊδέψουν κάποιον με χωριάτικους τρόπους.

«Να μου ζήσεις λιοντάρι Τρύφωνα, ούτε ανάσα δε πρόλαβες να πάρεις...;
- Ένα, σήκω ρε Τρύφωνα, σήκω παιδάκι μου. Μη φοβάσαι, γροθιά ήτανε, θα περάσει.
- Δύο, σήκω ρεζίλμπαση. Σήκω που ξεράθηκες, χλεμπονιάρη.
- Τρία, α ρε κατακαημένη Πλατανιά, κάτι λεβέντες που βγάζεις.»

(από Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης, 10/08/14)(από Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης, 10/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified