Selected tags

Further tags

Χελωνόβιος είναι αυτός που δεν έχει την δυνατότητα είτε εκ γενετής είτε εκούσια να συμβαδίσει με τους γρήγορους ρυθμούς των φίλων, της οικογένειας, των πληροφοριών και γενικότερα όλων των δραστηριοτήτων και δημιουργιών που σχετίζονται με την διαδικασία της ζωής. Συνήθως τα άτομα αυτά παρουσιάζουν δυσκολία στην συννενόηση και μπορεί κάποιος να τους γνωρίζει και ως Καθυστεριμενους.

-Πως πάει τόσο αργά αυτός ρε; -Κοντρες με τον θάνατο κάνει. -Ναι ρε κλασικός χελωνόβιος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αιθεροβάμων, ο αφηρημένος, ο εκτός τόπου και χρόνου, ο αφελής.

Καλά είσαι πολύ σύννεφο, που πίστεψες ότι θα πήγαινε ο Τσίπρας στην Ευρώπη και θα μασούσανε οι γερμανοί κι οι τροϊκανοί!

Ρε σύννεφο... σε μιλάω, δεν ακούς;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα από τα πολλά και μπανεύκολα λογοπαίγνια για τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ. Προκύπτει από σύμφυρση: ΣΥΡΙΖΑ + χαζοχαρούμενος.

Ο όρος περιγράφει τη στάση των Συριζαίων οι οποίοι προβάλλουν προς τα έξω (ή μήπως εκβάλλουν προς τα μέσα) μια συγκρατημένη ή ασυγκράτηση χαρά ή ανεμελιά για το κατόρθωμα του κόμματος να γίνει κυβέρνηση, η οποία στάση, βέβαια δεν εκδηλώνεται μόνο ως συναίσθημα ευδίας (ωραία λέξη) αλλά ως ένας ολόκληρος συριζοχαρούμενος τρόπος ζωής, μια συριζίλα που περιλαμβάνει όχι μόνον ή όχι τόσο την υπεράσπιση του κόμματος περ σε, όσο τη μετοχή σε ένα είδος συριζαϊκής εξωστρέφειας-"κοινωνικότητας" , απαρτιζόμενο από δικτυώσεις, φεστιβάλ, γιορτές, εκθέσεις, καμπάνιες, συναυλίες, βιβλία, και αριστεροντροπαλούτσικη λατρεία προς πολιτικούς, καλλιτέχνες, διανοητές, σπόουξπερσονς και άλλα τέτοια του διαμορφούμενου ΣΥΡΙΖΑϊκού στερεώματος.

Ως μειωτικός χαρακτηρισμός, ενέχει την καταγγελία αυτής της χαρούμενης ανεμελιάς ως προϊόν

  • είτε α) κομματοσκυλέ υποκρισίας (δείχνουμε χαρούμενοι για να υπερασπιζόμαστε την κυβέρνηση και είμαστε χαρούμενοι επειδή ελπίζουμε να ψιλο-χοντροβολευτούμε)
  • είτε β) κομματοσκυλέ βλακείας (είμαστε χαρούμενοι επειδή δεν έχουμε ψυλλιαστεί ότι την έχουμε πατήσει/ θα την πατήσουμε)
  • είτε γ) κάτι ανάμεσα στα δυο παραπάνω, άκα το χαζοχαρούμενο παγωμένο χαμόγελο εν μέσω ρευστής πολιτικής κατάστασης
  • ενώ πάντα παίζει και ο παράγων ροζουλί φλωριάς με εκλεκτικές συγγένειες προς τον λάιτ και ανώδυνο χιπισμό.

Αν ο Σαμαράς έστελνε επιστολή όπως τώρα ο Αλέξης και διαβεβαίωνε πως ΚΑΙ το χρέος θα πληρώσουμε ΚΑΙ μονομερείς ενέργειες δε θα κάνουμε ΚΑΙ όλες τις μεταρρυθμίσεις θα εφαρμόσουμε ΚΑΙ φιλοευρωπαϊκά-καλά παιδιά θα είμαστε,εσείς οι σημερινοί συριζοχαρούμενοι δε θα τη χρακτηρίζατε ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ; Τώρα είστε βαθύτατα συγκινημένοι; πηγή

Η τελευταια κατηγορια αποτελειται απο ολα τα σκληροπυρηνικα κομματια που το μπαχαλο και το ''τσακιστε τους'' αποτελεσε ουσιαστικα ψησιμο στην επαναστατικη πρακτικη. Αυτη η κατηγορια βεβαια εχει μικρυνει πολυ καθως πολλοι αποδειχτηκαν συριζοχαρουμενοι και καταληγει να την βριζουν ολοι, μα ολοι ομως σαν ομαδα ατομων και πρακτικης. πηγή

Οσο παει ξεκαθαριζει για μια ακομη φορα η επιλογη ψηφου .Απο την μια πλευρα οι κρατικοδιαιτοι συριζοχαρουμενοι τεμπελχαναδες που περιμενουν με ετοιμη την κουταλα για την χυτρα με το φαι και απο την αλλη οι εργατες τεχνης και γνωσης που προσπαθουν για την προοδο και την προσωπικη & οικογενειακη τους επιτυχια γεμιζοντες την χυτρα με το φαι . πηγή

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΛΟΥΤΟ....!!!!! ΣΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑΚΟΣΙΩΝ....!!!!!. ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΘΑΡΑ ΠΟΣΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ?????ΚΑΙ ΑΝ ΑΚΟΜΑ ΔΟΘΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΤΩΝ ΕΞΙ ΧΙΛΙΑΔΩΝ.....ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΥΡΙΖΟΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ.....????? πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν αρχή ην το ανέκδοτο:
Ένας Χριστιανός, ένας Μουσουλμάνος κι ένας Εβραίος προσπαθούν να πείσουν ότι ο Θεός που πιστεύει ο καθένας είναι ο καλύτερος.
Λέει ο πρώτος: "Ξεκίνησα να πάω κάπου με την βαρκούλα μου και με έπιασε μια καταιγίδα, έπεσα με την μία, έκανα προσευχή και έγινε θαύμα, γύρω-γύρω φουρτούνα, στη μέση που ήμουν εγώ η θάλασσα ήρεμη και ωραία.
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο δεύτερος και λέει: "Εγώ ήμουν στην έρημο, το μεσημέρι με πιάνει μια αμμοθύελλα, πέφτω λέω Αλλάχ, Αλλάχ, Αλλάχ. Στο τρίτο Αλλάχ έγινε θαύμα, γύρω-γύρω αμμοθύελλα, στη μέση που ήμουν εγώ μόνο άσφαλτο που δεν μας έστρωσε".
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο τρίτος και λέει: "Σάββατο πήγαινα στην συναγωγή, όπως πάω να κάτσω να πάρω μια ανάσα σε ένα παγκάκι, έρχεται μια γκομενάρα δίπλα μου και θέλει να την πηδήξω, σκέφτομαι είναι Σάββατο, αχ Σάββατο δεν επιτρέπεται να κάνω ούτε σεξ, ε πέφτω κάνω μια προσευχή και γίνεται θαύμα, γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση, που πήδαγα εγώ, Κυριακή". (α χα καλό, ε;)

Το εν λόγω ανέκδοτο, δραματοποιημένο εντέχνως.


Γύρω γύρω Σάββατο (και στη μέση Κυριακή). Χρησιμοποιείται για να εκφράσει:

  • Την ελπίδα: Όταν όλα γύρω φαίνονται μαύρα, δυσάρεστα, αδιέξοδα, τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά, υπάρχει τόπος φωτεινός, αισιόδοξος κι ελπιδοφόρος, δε χάθηκαν όλα, γίνονται και θαύματα, το καλό θα νικήσει.
    Γύρω γύρω Σάββατο, στη μέση Κυριακή - ο τίτλος στην ανάρτηση του φωτογράφου
  • Την πουστιά: Κατάσταση κατά την οποία σε αντίξοο περιβάλλον δημιουργείται βολικός και προστατευμένος θύλακας εξυπηρέτησης συμφερόντων, με στρέβλωση των κανόνων που θα έπρεπε να ισχύουν για όλους, χρησιμοποιώντας μια αληθοφανή έως εξωφρενική δικαιολογία.

  • Την κοσμάρα: Ενίοτε, δημιουργία μιας νέας πλαστής πραγματικότητας ινσέψιο, ώστε να μπορούμε να χτενιζόμαστε με την ησυχία μας, ενώ γύρω γύρω ο κόσμος καίγεται.

Μετά την καθιέρωση του λήμματος, χρησιμοποιείται και στο πιο χαλαρό, "γύρω γύρω" (ο χαμός) "και στη μέση" (ό,τι να 'ναι).

Σχετικά: θαύμα-θαύμα!

Γύρω γύρω Σάββατο αλλά για μας είναι Κυριακή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλυστεί από την πρόσκληση για μεγάλα συλλαλητήρια σε όλες τις πλατείες της χώρας [...] Εν τούτοις, η ΠΟΣΠΕΡΤ [...] ανακοίνωσε στην Αθήνα, άλλη συγκέντρωση, την ίδια σχεδόν ώρα (στις 5.30) στο Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής [...] (σχόλιο εδώ)

ΔΝΤ: Γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή. (τίτλος εφημερίδος, εδώ) [...] η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται διπλάσια από αυτήν της Γερμανίας, ενώ για την Γαλλία αναμένεται ανάπτυξη 1% και για την Ιταλία παραμονή σε ύφεση.

Θαύμα!!!! Γύρω – γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή!!! Πλειστηριασμοί παντού… εκτός από το Mega (κι άλλο πολιτικό σχόλιο εδώ)

Γύρω γύρω το αλαλούμ με τις μετεγγραφές και τα κενά στα σχολεία …και στη μέση οι παιδόφιλοι! (σε πιο ελεύθερη χρήση - εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πσεκασμένος, πcεκαcμένοc

Πσεκασμένος: επιμελώς ψεκασμένος ανορθογραφισμός του ψεκασμένος, ο οποίος ρωμιοσυνιστί (κι εντελώς τερματισμένα) γράφεται και πcεκαcμένοc.

Αναφερόμεθα στις ανίατες περιπτώσεις συνομοσιόκαβλων (απόγονων των Αφελίμ, ελλαδεμπόρων, χριστιανοταλιμπάν, κ.ά. ψεκασμένων Ελλήνων) που πιστεύουν ότι οι οχτροί (γερμανοί, αμερικλάνοι, ρώσοι, μνημονjιακοί, νεοφιλελέδες, σιωνιστές, φράγκοι, αγαρηνοί κ.ά. ελβετόψυχοι) μας πσεκάζουν κανονικά προκειμένου να μας καταστήσουν πειθήνια νεοτάξ προβατάκια.

1. Ολοι αυτοί οι πατριδόκαβλοι, οι πσεκασμένοι, οι χριστιανοί, έχουν εφεύρει μια συνωμοτική γλώσσα για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους.

2. Εδώ ο πσεκασμένος χτές έλεγε για Κούγκι ρε. Και οι απέξωέψαχναν να βρουν «What's Kougi

3. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν σχεδόν όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα παίρνουν θέση ευθέως υπέρ των δανειστών∙ όταν οι εγχώριοι φιλελέδεςδημοσιολογούντες ειρωνεύονται (ή τέλος πάντων προσπαθούν με τον γνωστό αποτυχημένο τρόπο τους να ειρωνευτούν) οποιονδήποτε τάσσεται υπέρ της ελληνικής κυβερνητικής προσπάθειας για διαπραγμάτευση, ακόμη κι αν αυτός είναι νομπελίστας και όχι πσεκασμένος

4. Οι Ναζί, οι Κομμουνιστές (μόνοι έντιμοι μέσα στην παραζάλη και την ανοησία τους φυσικά), οι πσεκασμένοι που έδωσαν ρεσιτάλ βλακείας και χυδαιότητας όλο αυτό το τελευταίο διάστημα

5. Πσεκασμένοι Παπανδρεϊκοί… άλλο φρούτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαραστηρισμός αενάου, αειθαλούς και θορυβώδους αρχιμαλάκα που κάνει τα μέζεά μας Ζέππελιν.

1.
Παντού υπάρχουν καλοί & κακοί, αγαθοί και μαλακοσβούρηδες, μην το τοποθετούμε τώρα γεωγραφικώς.

2.
Ενας μαλακοσβούρης έδωσε αρνητική ψήφο....έλεος!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

3.
Εγώ θα την αράξω στη διάβαση να χτυπήσω γκομενάκι..... :tooth: :tooth: :tooth: Θα της πω «τον ξέρω αυτόν τον μλκ, έχουμε βγει και μαζί. Να σε κεράσω έναν καφέ να σου πω τί μαλακοσβούρης είναι;» :tooth: :tooth: :tooth:

4.
Τώρα, αν στο νοσοκομείο τύχει και γνωρίσεις κάνα καυτό γκομενάκι και τα βρείτε, δεν σημαίνει οτι η Μοίρα με έβαλε να σε κοπανήσω στο κεφάλι επίτηδες για να γνωρίσεις εσύ την γυναίκα της ζωή σου, αλλά ξαναλέω έγινε ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΟΣΒΟΥΡΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΣΠΑΣ ΤΑ ΝΕΥΡΑ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πόπολο το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. popolo = λαός] ο λαός ο μεγάλος αριθμός, το πλήθος προσώπων, ο πολύς λαός.

http://el.wiktionary.org/wiki/πόπολο

Παραδειγμα:
«Μετά την ενοποίηση των σχολών, σκάει της κακομοίρας το πόπολο στις αίθουσες και παρακολουθούμε όρθιοι σαν μ@λ@κ#$, μέχρι και καρέκλες πτυσσόμενες φέρνουνε από το σπίτι, καρφίτσα δεν πέφτει σε λέω!»

Παράδειγμα 2:
«Όποια κυβέρνηση και να ανέβει την εξουσία, το πόπολο θα παραμείναι πάντα πόπολο, ευκολόπιστο, εύπλαστο ζυμάρι στις βουλές του κάθε λαοπλάνου ηγέτη που ξέρει πως να το κουμαντάρει»

Παράδειγμα 3:
Πως να κοροϊδεύετε το πόπολο - Satisfaction Guaranteed. «Σοσιαλιστικές» συνταγές κοινωνικής ειρήνης. (Ελευθεροτυπία: http://bit.ly/cB7GAz )

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία δε στροφάρει και πολύ, ειδικά στο σεξουαλικόν. Την κοζάρεις και νομίζει ότι της έφυγε η μάσκαρα, της την πέφτεις δια το πονηρόν και νομίζει ότι πας να της πουλήσεις τάπερ.

-Ρε Δημήτρη, ο Χρήστος μου είπε πριν αν θέλω να πάμε μαζί τουαλέτα. Τι να κάνουμε και οι δύο εκεί μέσα;
-Τι να θέλει να κάνετε ρε Γιώτα, να χέσετε; Πωωω είσαι εντελώς αγαθομούνα κορίτσι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ένωση της λέξης «ρεζίλι» με την τούρκικη «baş» = μπάσης ή μπασάς. Ψευτοάρχοντας δηλαδή, το έλεγαν για να κοροϊδέψουν κάποιον με χωριάτικους τρόπους.

«Να μου ζήσεις λιοντάρι Τρύφωνα, ούτε ανάσα δε πρόλαβες να πάρεις...;
- Ένα, σήκω ρε Τρύφωνα, σήκω παιδάκι μου. Μη φοβάσαι, γροθιά ήτανε, θα περάσει.
- Δύο, σήκω ρεζίλμπαση. Σήκω που ξεράθηκες, χλεμπονιάρη.
- Τρία, α ρε κατακαημένη Πλατανιά, κάτι λεβέντες που βγάζεις.»

(από Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης, 10/08/14)(από Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης, 10/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified