Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι συνώνυμο του ψωλίς, ήτοι η ερεθισμένη κλειτορίδα της γυναίκας ως μικρό πέος. Δηλώνει τη φαλλική υπόσταση λεσβίας ή εγκαύλου κορασίδος.

«Τότε μόνον ἐπρόσεξε ὁ ἐν ψυχικῆι διαμάχηι τελῶν ναύτης, ὅτι τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν μόνον τὴν ἡδονικὴν ὀπὴν τοῦ αἰδοίου, ποὺ ἐμφωλεύει μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν ἐσωτερικῶν χειλέων τῆς ἐρωτικῆς σχισμῆς ὅλων τῶν γυναικῶν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὅτι ἔβλεπαν κάτι ποὺ δὲν ἐτρέπετο ὅπως ὁ κόλπος πρὸς τὰ ἔσω, μὰ ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἔξω, κάτι, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Τζέην ἤνοιξεν περισσότερο τὰ σκέλη της πρὸ ὁλίγου, ἤρχισεν ὡς βέλον πολὺ μικρόν, ἢ ὡς γλωσσίδιον χαρίεν, ἢ ὡς στήμων εὐαίσθητος θερμοῦ σαρκοπετάλου ἄνθους, νὰ αἰχμίζηι εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ μουνιοῦ, καὶ νὰ τανύεται, νὰ πάλλεται, καὶ νὰ ἐκμυτίζηι ὡς ράμφος μικροῦ πουλιοῦ, περιπαθῶς καὶ ἐπιχαρίτως, ἤ, ἀκριβέστερον ἀκόμη, ὡς μία μικρὰ ψωλίς, ὡς ἕνα πεΐδιον μικρόν, μικρούτσικον καὶ ὑποτυπῶδες, τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ ἐπιτεθῆι, νὰ ἐκτοξευθῆι, νὰ χύσηι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 83).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified