Πιο απλά η κωλοτρυπίδα, κατά αντιδιαστολή προς τη μουνότρυπα. Όρος ανήκων μεταξύ άλλων στην ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (που εν προκειμένω αποδεικνύεται μαλλιαριστής- pun intended).

  1. Ὁ λάγνος υπηρέτης ἐχρησιμοποίησε τὰς δύο τελευταίας λέξεις, τονίζων αὐτὰς μὲ ἔμφασιν, διότι αἱ πέντε ἤ ἕξι ἀπόπειραι ποὺ εἶχε κάνει εἰς ἄλλας στιγμὰς τοῦ εἰδυλλίου των νὰ τὴν πρωκτογαμήσηι, παρὰ τὴν καλὴν θέλησιν καὶ τὴν καρτερικότητα τῆς Φλώσσυ, διεκόπτοντο ἢ ἀπετύγχαναν, ἕνεκα τῶν ἀφορήτων πόνων ποὶ προκαλοῦσαν εἰς τὸν πρωκτόν της αἱ πελώριαι διαστάσεις τῆς ψωλῆς του, καὶ ὁ θαλαμηπόλος κατέφυγεν ἐν τέλει εὶς ἄλλας προσφιλείς καὶ εἰς τοὺς δύο λαγνοπραξίας, ἤ ἐξεσπερμάτιζε μεταξὺ τῶν σφικτῶν γλουτών της, κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν φλογερῶν προσπαθειών του νὰ εἰσδύσηι εἰς τὴν πολὺ μικρὰν κωλότρυπάν της. (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 2, σ. 95-96).

  2. Έγλυφε μια την μουνάρα μου και μια την κωλότρυπά μου. Μου έβαζε δάχτυλο και μπρος και πίσω ταυτόχρονα. (Από την ιστοριούλα «Το αμίλητο αφεντικό ήθελε άλλα κόλπα» στο flock.gr).

  3. Μη μπορωντας να χορτασω την κωλοτρυπα μου καθε πρωι την γεμιζα με οτι εβρισκα μπροστα μου για να σβησω την καυλα που εκαιγε το κωλάντερό μου (Από το Greek Gay Lust).

Got a better definition? Add it!

Published