Ο παλιόκαιρος και γενικά ότι γαμιέται. Το 'γαμώ' μπορεί να προστεθεί σε οποιοδήποτε λήμμα για να προσδωθεί αχρηστίλα και αηδία. Δες, γαμώτουρκος, γαμώβλακας, κ.ά..

Τί γαμώκαιρος μας έφεξε... Κι ο μαλάκας ο μετεωρολόγος μιλούσε για ηλιοφάνεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified