Η λάθος πληροφορία, ψέμα ή ενέργεια αυτοπροβολής συνήθως με αποτυχία.

Τώρα που θα πας στο στρατό μην ψαρώσεις ρε, θα ακούσεις πολλές παπάτζες.

Έπρεπε να ήσουν χτες στο μπαράκι με τον Πάντελο, μας φλόμωσε στην παπάτζα ο μαν.

Πήγα για μια συνέντευξη για βοηθός λαντζιέρη και μου πούλησε ένα παπατζιλίκι ο σεφ, άσ' τα να πάνε, ούτε ο Μποτρίνι να ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρόχειρη δουλειά.

Έπρεπε να γράψω την διπλωματική μου για να πάρω πτυχίο, όποτε έκανα εκεί ένα παπατζιλίκι και ξεμπέρδεψα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψέμα, η υπερβολή.

Πάλι παπατζιλίκια μου έλεγε ο Νίκος χτες για την γκόμενα του, που είναι και καλά μοντέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified