die hard redirects here.

Ο σκληροπυρηνικός, ο απόλυτα παθιασμένος.

Υπό συνθήκες και ο τέρμα πωρωμένος ή καμένος ή τελειωμένος με κάτι.

Πριν κερδίσει το γιαπωνέζικο τουρνουά ξεκινώντας μάλιστα από τους προκριματικούς γύρους ως Νο 227 δεν τον ήξερε κανείς εκτός από μερικούς die hard ειδικούς. Τώρα έχουν στραφεί όλα τα φώτα πάνω του.

(από Khan, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified