Αυτός που έχει στόμα χάρβαλο, που βρίζει ακατασχέτως.

Πέραν του πρώτου, φρεσκότατου παραδείγματος ο γούγλης δεν δίνει τίποτα άλλο, αλλά, όπως έχουμε ξαναπεί, δε μας χέζει κι αυτός ο μαλάκας, να πα να γαμηθεί ο ξεφτίλας, πετάγεται σαν την πούτσα το κάθε μαλακισμένο να μας πει πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας μη χέσω, ε ρε βίτσα πούτσα και στενά παπούτσα που θέλουνε κάτι καρακαργιόλια...

-Καλό παιδί ο εγγονός σου κυρά Πολυξένη.
-Ναι καλός. Μόνο που είναι λίγο χαρβαλόστομος.
Εννοούσε ότι βρίζει.
Όλα αυτά πριν καμιά εικοσαριά χρόνια.

εδώ, σχόλιο 162

Οι χαρβαλόστομοι ταγματασφαλίτες άρχισαν να γαμοσταυρίζουν και να σκατολογούν τ' αντάρτικο.

Από μνήμης, από τον Καπετάν Άρη του Κωστή Παπακόγκου, εκδ. Παπαζήση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified