Προέρχεται από τη γερμανική λέξη mein που αποδίδεται στα Ελληνικά ως «δικός / -ή / -ό μου». Έκφραση που ακούγεται συχνά στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης και έξω από το γήπεδο της Τούμπας αλλά και στην Βέροια και αντικατέστησε το '80ς, παρωχημένο αλλά και χαμουτζίδικο «δικέ μου».

Συνώνυμα : ψηλός, κολλητός, φάιλος.

Οδήγησε στην παράφραση του θρυλικού άσματος των Olympians, αλλά και αργότερα του καλλιτέχνη Λιβιεράτου.

Σε λενε, το κορίτσι του mein..
μαααα
στην καρδιά σου, η αγάπη
είναι klein (εννοείται πάλι το mein)

- Πού 'σαι ρε Μάιν, θα πάμε γήπεδο σήμερα;
- Και τι να πάω να δω ρε Μάιν, τον Μπαλάφα και τον Λάκη; Κλάιν Μάιν... Πονάν τα μυαλά μου και που τους βλέπω σε λέω... Πάμε για Τούμπα Λίμπρε να πιάσουν τόπο και τα λεφτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified