Αυτός που γυρίζει, που δεν κάθεται σε μια θέση. Ρήμα γκιζιρεύω. Τουλάχιστο με αυτή τη σημασία απαντά στην Ήπειρο.
Είναι μάλλον εμφαντικός / σκωπτικός τύπος του γυρίζω, κάτι σαν «τριγυρίζω» ίσως «*γυργυρίζω».
Αν είναι τούρκικο, από το giz = μυστικό, τότε η αρχική σημασία πρέπει να είναι: συνωμοτώ, κουτσομπολεύω, καταλαλώ κρυφά, και από εκεί διολίθησε σημασιολογικά.
Γκιζίρευε κυρά σουσού, μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.
(το 'γκιζίρευε' έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το 'χόρευε')