(Redirected from γκεζίρης)

γκεζίρης redirects here.

Αυτός που γυρίζει, που δεν κάθεται σε μια θέση. Ρήμα γκιζιρεύω. Τουλάχιστο με αυτή τη σημασία απαντά στην Ήπειρο.

Είναι μάλλον εμφαντικός / σκωπτικός τύπος του γυρίζω, κάτι σαν «τριγυρίζω» ίσως «*γυργυρίζω».

Αν είναι τούρκικο, από το giz = μυστικό, τότε η αρχική σημασία πρέπει να είναι: συνωμοτώ, κουτσομπολεύω, καταλαλώ κρυφά, και από εκεί διολίθησε σημασιολογικά.

Γκιζίρευε κυρά σουσού, μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.
(το 'γκιζίρευε' έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το 'χόρευε')

για να μη γκιζιράς (από Khan, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified