(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)
Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες) που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.
(Κλατς, κλατς, κλατς) - Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!
Got a better definition? Add it!
Published 2016-06-03 18:45:27+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.