Ντερέκωμα = Το τέντωμα δηλαδή η νεκρική ακαμψία.
Ντερεκώνω = πεθαίνω
Παράδειγμα: Θα σι ντερκώσω αν σε πιάκου στα χέριαμ! Ακσες ;
Παράδειγμα: Άστα να παν ταμαθες; Τα ντερέκωσε ο Γιορς!
Ντερέκωμα = Το τέντωμα δηλαδή η νεκρική ακαμψία.
Ντερεκώνω = πεθαίνω
Παράδειγμα: Θα σι ντερκώσω αν σε πιάκου στα χέριαμ! Ακσες ;
Παράδειγμα: Άστα να παν ταμαθες; Τα ντερέκωσε ο Γιορς!
Got a better definition? Add it!
Published