Μεταφορικά για άνθρωπο που έχει καταντήσει κουραστικός με την παρουσία του, και δεν λέει να ξεκολλήσει από κοντά μας.

Κολλιτσίδα μας έγινε ο τύπος. Καιρός να τον τζάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Κολλιτσίδα - συνήθως αναφέρεται στο Galium spurium. Φυτό με μικρούς σπόρους στρογγυλούς που κολλάνε πάνω σε τρίχωμα ή και σε ρούχα και μεταφέρονται με αυτό τον τρόπο σε άλλες περιοχές.

Γέμισε κολλιτσίδα το τρίχωμα του σκύλου και δεν βγαίνει αν δεν το κουρέψεις.

Got a better definition? Add it!

Published