Ποικιλία λάπατου (γένος Rumex), αυτοφυής κυρίως σε βόρειες περιοχές της Ελλάδος. Διαφέρει γευστικά από τα περισσότερα λάπατα, στο ότι η γεύση της δεν είναι έντονα ξυνή και χρησιμοποιείται σε πίτες. Καλλιεργείται εύκολα και αρκετά ανθεκτικό φυτό, αν και συχνά την θεωρούμε ζιζάνιο.

Στην μπαλασόπιτα βάζεις τυρί, αλατοπίπερο, λίγο κρεμύδι και μερικά αρωματικά αν έχεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Η αφαίρεση του φόντου από μια εικόνα.

Το φόντο είναι πολύ σκούρο και είναι δύσκολο να ξεφοντάρουμε την εικόνα, για να απομονωθεί το πρόσωπο.

Got a better definition? Add it!

Published

Εικόνα με ένα ή περισσότερα θέματα, που έχει αφαιρεθεί το φόντο, και τα pixel σε αυτή την περιοχή είναι διαφανή. Έτσι στην περιοχή του φόντου διακρίνεται κείμενο, χρώμα ή εικόνα που βρίσκεται σε από πίσω.

Το τυπογραφίο ζήτησε τις φωτο τρύπιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επεξεργασία φωτογραφίας η αφαίρεση του περιβάλλοντος από το κυρίως θέμα, είτε για να μείνει το περιθώριο κενό, είτε για να τοποθετήσουμε το θέμα μας σε άλλη εικόνα.

Το πιο δύσκολο να ξεγυρίσει κανείς είναι τα μαλλιά.

Τα περισσότερα κουτιά ξεγυρίζουν εύκολα γιατί έχουν καθαρές και απλές γραμμές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμυντικό όπλο, ενάντια σε ιππικό, αλλά και αυτοκίνητα.

Μια κατασκευή με τέσσερις μυτερές ακμές, που όπως και να την έριχνες στο έδαφος μια θα στρέφονταν κατά πάνω. Έτσι καρφώνονταν στις οπλές των αλόγων ή και σε λάστιχα αυτοκινήτων, ακόμα και σε παπούτσια...

Σπείραμε στον δρόμο τριβολια και όποιος περάσει θα καρφωθεί.

Κάποιο τσογλάνι έριξε τριβόλια στο δρόμο και καρφώθηκαν στο λάστιχο.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά για άνθρωπο που έχει καταντήσει κουραστικός με την παρουσία του, και δεν λέει να ξεκολλήσει από κοντά μας.

Κολλιτσίδα μας έγινε ο τύπος. Καιρός να τον τζάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Κολλιτσίδα - συνήθως αναφέρεται στο Galium spurium. Φυτό με μικρούς σπόρους στρογγυλούς που κολλάνε πάνω σε τρίχωμα ή και σε ρούχα και μεταφέρονται με αυτό τον τρόπο σε άλλες περιοχές.

Γέμισε κολλιτσίδα το τρίχωμα του σκύλου και δεν βγαίνει αν δεν το κουρέψεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καλικάντζαρος

βάλε στην πόρτα σου σπαραγκιά μη μπουν οι καλικατζάροι

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος που είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να κάτσει σε μια θέση.

Τριβέλια έχεις στο πισινό σου και δεν μπορείς να σταθείς;

Got a better definition? Add it!

Published

Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.

Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.

Got a better definition? Add it!

Published