SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for δωσίκωλος

δωσίκωλος

αυτός που δίνει κώλο

Αμέσως μετά την Κατοχή συγκροτήθηκαν επιτροπές σε κάθε οργανισμό του Δημοσίου, για να ελέγξουν αν μεταξύ των υπαλλήλων υπήρχαν δωσίλογοι για να τους διώξουν. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν μέλος μιας τέτοιας επιτροπής της Λυρικής Σκηνής. Όταν αναφέρθηκε το όνομα ενός πασίγνωστου χορογράφου και χορευτή, που ήταν ομοφυλόφιλος, η μεγάλη ηθοποιός αναφώνησε: «Καλέ, αυτός δεν είναι δωσίλογος, απλά δωσίκωλος!».

Got a better definition? Add it!

  • ιστορικά

Published 2018-05-18 19:15:50+00:00

paparogiannos

paparogiannos

  • 59
  • 14
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.