Selected tags

Further tags

Μονοπάρι, το (ουσ.) Το μονοπάτι το οποίο επιλέγεις να ακολουθήσεις παρόλο που οι φίλοι σου σε προειδοποίησαν ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή το βέβαιο επακόλουθο θα είναι να λάβεις ένα περίτρανο παπάρι.

- Και του λέω του ξεροκέφαλου του Φερδινάνδου να το προσπεράσει το ρημάδι το Μακτάν χωρίς να σταματήσει... αλλά εκεί αυτός, το μονοπάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

*Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%BF%CF%85%CF%86%CF%81%CE%B1%CE%B6%CE%AD%CF%84%CE%B5%CF%82*

Ο όρος Σουφραζέτες επινοήθηκε από την εφημερίδα Daily Mail σαν ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τα μέλη του κινήματος υπέρ του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, το οποίο δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδίως δε για συγκεκριμένα μέλη της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών). Ωστόσο, μετά την επανοικειοποίηση της λέξης από πρώην και νυν μέλη του κινήματος, ο όρος έχασε την αρχική αρνητική σημασία του.

Ο όρος «σουφραζέτα» προέρχεται από τη λέξη «suffragist», που δηλώνει τον υποστηρικτή του «suffrage», δηλαδή του δικαιώματος ψήφου. Οι σουφραζέτες διεκδικούσαν τη συμμετοχή στα κοινά και ίση μεταχείριση με τους άντρες. Ο όρος «suffragist», όμως, είναι γενικότερος και αναφέρεται σε μέλη κινημάτων που υποστηρίζουν το δικαίωμα ψήφου, ασχέτως αν πρόκειται για ριζοσπαστικά ή συντηρητικά κινήματα ή αν το δικαίωμα ψήφου αφορά άντρες ή γυναίκες. Στη Βρετανία, ο όρος «suffragist» χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα μέλη της Εθνικής Ένωσης των Εταιρειών για το Δικαίωμα Ψήφου των Γυναικών, η οποία ιδρύθηκε το 1897.

Η λέξη «σουφραζέτα» είναι η λέξη «suffragist» στο θηλυκό γένος και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1906 από έναν δημοσιογράφο τη Daily Mail με υποτιμητικό τρόπο για να κοροϊδέψει τις γυναίκες της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών που έκαναν πορεία ζητώντας δικαίωμα ψήφου γιατί η κατάληξη «-έτα» υποδηλώνει κάτι μικρό ή χαριτωμένο και έτσι μειώνεται η σημασία της λέξης με αποτέλεσμα να μειώνεται και η σημασία της πολιτικής δράσης που υποδηλώνει.

Αν και αρχικά η λέξη λέγονταν με προσβλητική πρόθεση σταδιακά η σημασία της αμβλύνθηκε και κατέληξε να σημαίνει απλά μία γυναίκα που αγωνίζεται για να αποδωθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Το 1912 μάλιστα η Κοινωνική και Πολιτική Ένωσης Γυναικών άρχισε να εκδίδει περιοδικό με τίτλο «Η Σουφραζέτα». Οι γυναίκες στην Αμερική όμως ποτέ δεν ενστερνίστηκαν τον όρο.

https://youtu.be/L8pfK7-SQfg?t=1943 - Την επόμενη μέρα, βλέπουμε κατ' αρχάς ένα πλανώδιο θίασο να περνάει από μπροστά ... - Έλα ρε **, θα μας πούνε σεξιστές τώρα ... - Ντάξει, ντάξει, ντάξει, συγνώμη - κάτι σουφραζέτες είναι

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο πολίτης πρότυπο, κοινωνικά συνεπής, ιατροφαρμακευτικά καλυμμένος, μικροβιολογικά θωρακισμένος. Είναι ενημερωμένος σε όλα τα επιστημονικά θέματα, θρησκεία του είναι η επιστήμη και η τυφλή πίστη των αριθμών. Άλλωστε και η τεχνολογία στην εποχή μας κάνει θαύματα. Δεν αντιμετωπίζει προβλήματα κρίσης ούτε επιβάλει στον εαυτό του να παίρνει αποφάσεις. Υπάρχει επίσημη ενημέρωση και σειρά μέτρων για αυτό τον σκοπό. Έτσι, κάνει πάντα το σωστό και είναι μονίμως κερδισμένος. Δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να αφηγηθεί και να σχολιάσει την καθημερινή επικαιρότητα καθώς και να υποχρεώσει τον (α)τυχόντα συνομιλητή σε απολυτή συγκατάβαση με τα λεγόμενα του. Κανένα σημείο διαφυγής από τον μπολιασμένο. Κάθε διαφωνών, Κατά Μπολιασμένου Ευαγγέλιον είναι αρνητής της πραγματικότητας, θύμα φρεναπάτης, συνεπώς, ανάξιος λόγου και αναφοράς.

Προχθές την Τσικνοπέμπτη, μαζευτήκαμε παρέα στο σπίτι, ψήσαμε κρεατικά διάφορα και άλλες λιχουδιές. Ο Σταύρος έφερε ωραία μουσική σάλσα και το ρίξαμε στο χορό. Μόλις άρχισε το κέφι ήρθε ένα μπολιασμένος από δίπλα και μας έβαλε τις φωνές, ήταν ανένδοτος, έτσι τα μαζέψαμε άρον άρον και πήγαν όλοι στα σπίτια τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Δύο είναι οι σημασίες της λέξης που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα.

Σύνθετη λέξη από τα συνθετικά πακτώνω και φρύδι που παριστάνει τον άνθρωπο με χοντρά-ιδιαίτερα φρύδια (σαν σιδερόβεργες ή κάτι μη κατηγοριοποιήσιμο) που σουφρώνοντας τα είναι λες και είναι πακτωμένα στο βορεινό σημείο της μύτης του. Από τα λίγα επίθετα που συνδυάζουν εξωτερικά με συναισθηματικά χαρακτηριστικά. Παραλίγο συνώνυμο: Συνοφρυωμένος

"-Τόνια τι άνδρες σου αρέσουν" "-Εγώ τον άντρα τον θέλω και λίγο πακτωφρύδη" "-Ε τα χεις τα θεματάκια σου αγάπη μου."

Δεύτερη σημασία Αντί της λέξη μαλάκας.

"Που σαι ρε πακτωφρύδι;" "Καλά μεγάλος πακτωφρύδης ο Αγάπιος"

Φημολογείται ότι η πρώτη φορά που έχει εμφανιστεί στον γραπτό λόγο ήταν στην αρχαία Αίγυπτο το 201 π.Χ σε ένα πάπυρο που κρεμόταν από μία πυραμίδα σαν τελευταίες λέξεις κάποιου φαραώ με την μορφή paktofridius.

Got a better definition? Add it!

Published

Διαρρήκτες ή και διαρρήχτες (!) αποκαλούνται τα μέλη του τότε ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ, σήμερα Μ-Λ ΚΚΕ.

Λέγεται ότι το βράδυ της Τρίτης προς Τετάρτη 17 του Ιούλη του 1985 μέλη της παραπάνω οργάνωσης διέρρηξαν τα γραφεία της τότε νεοσύστατης οργάνωσης ΟΑΚΚΕ στη Κοκκινιά. Τα θύματα της διάρρηξης ισχυρίζονται ότι τους έκλεψαν (κοινή) περιουσία αξίας 700.000 δραχμών (του 1985) ενώ κάποιος γνωστός μου εκμυστηρεύτηκε ότι εκλάπησαν απλά μερικές ξύλινες σφραγίδες. Η ΟΑΚΚΕ είναι διάσπαση του ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ (σημερα Μ-Λ ΚΚΕ) που με τη σειρά του αυτό είναι μία εκ των δύο διασπάσεων της μαοϊκής ΟΜΛΕ, η άλλη διάσπαση είναι το ΚΚΕ (μ-λ). Όλοι τους μαοϊκοί.

-Και που βρήκες ότι τους λένε διαρρήκτες;

-Από κάτι σελίδες και μπλοκ στο ίντερνετ και ένα τύπο.

-Δεν υπάρχει κάποια κεραία, κάποιος σύνδεσμος, κάποιο gateway already?* Ώστε να δούμε και εμείς;

-Ξέχνα το, αρκετή διαφήμιση τους έκανα που τους καταχώρησα στο slang.gr όλους αυτούς τους πουθενάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μεγάλα, είναι βαριά και πολύ ιστορικά. Και πώς αλλιώς για να αντιταχθούν σε μιλούνια Πέρσες, με προδιασμένο το αποτέλεσμα, συν την προδοσία του Εφιάλτη και να γίνεται η θυσία μόνο και μόνο ως ζήτημα τιμής και ελευθερίας που σαν κι αυτήν δεν έχει; Γιατί χωρίς αξιοπρέπεια η ζωή δεν παλεύεται. Αν είσαι τόσο δυνατός σαν το Λενίδα οφείλεις να τα δίνεις και να τα παίρνει ο άλλος. Αν όμως είσαι σε δυσμενή θέση, τα παίρνεις εσύ, πράγμα καθόλου ευχάριστο γιατί αυτό δηλώνει μεγάλη απογοήτευση από αυτά που ήθελες να κάνεις και δε βγήκανε, συν του ό,τι είναι δύσκολα τα συγκεκριμένα στο κουβάλημα. Χώρια το ξεφτιλίκι που θα ζεις μ' αυτό, μέχρι να τ' αντέξεις και να σου περάσει, να μην σε σκοτώσει, να σε κάνει πιο δυνατό για να δεχτείς το επόμενο που πάλι θα δοκιμάσει τα όριά σου, με μπόλικη δόση αμελέτητων φυσικά. Αντί για την έκφραση "τα τρία μου' ή 'τα τρία του", αναλόγως αυτόν που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει μια εσάνς πιο γκράντε, με μεγάλες δόσεις τεστοστερόνης, κυριαρχίας, ανωτερότητας και αρχιδίλας. Έτσι, για να φτιαχνόμαστε ή να χαλιόμαστε περισσότερο και να τη βρίσκουμε ή να τη χάνουμε.


1. - Άσε, ο Μάκης πολύ κωλόφαρδος. Στάνταρ το πέρασε το μάθημα και αυτήν τη φορά με αντιγραφή! Ενώ εμείς και που διαάζαμε τόσες μέρες, μη σου πω τί θα πάρουμε...
- Άσε, ξέρω... Τα τρία του Λεωνίδα. Δε βαρίεσαι... Πάμε να το γλεντήσουμε με καμιά μπυρίτσα. Ό, τι παίρνει κανείς, καλό είναι..
2.- Λέει πως άμα του ξαναπειράξεις την αδελφή του, θα έρθει να σε ξεσκίσει.
- Να έρθει πες του. Τα τρία του Λεωνίδα θα πάρει. Νά'ρθει να τονε πηδήξω και δαύτον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

"Με την επίσημη ονομασία κωνσταντινάτο, ή κοινώς κωσταντινάτο, φέρεται χρυσό νόμισμα βυζαντινό, ενετικό και κυπριακό, κατά τον Φ. Χάσλουκ, των οποίων ο τύπος μοιάζει με αγιογραφία των Αυτοκρατόρων Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης που ανάμεσά τους φέρεται ο χριστιανικός σταυρός." Από εδώ.

Το κωσταντινάτο, εκτός από την (χρηματική) του αξία έχει και άλλες θαυματουργές ιδιότητες, σύμφωνα με διάφορες λαϊκές δοξασίες (περισσότερα εδώ).

Μεταφορικά αναφέρεται σε πρόσωπα που τους αποδίδεται μεγάλη αξία, όπως στο παράδειγμα που ακολουθεί από το παλιό παιδικό παιχνίδι "γκέο-βαγκέο".

Σας πήραμε, σας πήραμε φλωρί κωσταντινάτο!

Λολοπαικτικώς μπορεί να χαρακτηρίσει καταστάσεις "φλωριάς" ήτοι "γκαίυ-βαγκαίυ".

-Πολύ κουνιέται αυτός. Φλωρί κωσταντινάτο μου φαίνεται!

-Συμφωνώ και επαυξάνω. Είναι και βαρέλι δίχως πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μηχανισμός ανοίγματος και κλεισίματος σε παλιά σπίτια. Ίσως και τμήμα μόνο του μηχανισμού ως ελατήριο σε παρόμοιες κατασκευές πορτών. Μάνταλο.

Προέλευση μάλλον τούρκικη που μέσω Μικράς Ασίας πέρασε Ελλάδα.

Χρήση κυριολεκτική και μεταφορική. Μεταφορικά το λέμε όταν χαλάμε, σπάμε κάτι μέχρι αχρηστίας:

Άτιμο παιδί πώς το βαρούσες έτσι ρε το πιάνο? Τού'σπάσες τα ζεμπερέκια!

Καλά ε άμα αγοράσω εγω ένα σπόρ αμάξι όλο πατητός θα πηγαίνω, θα του γαμήσω τα ζεμπερέκια.

Έχω στον πούτσο μου βιολιά/ έχω και τουμπερλέκια/ κι όπως γουστάρω τα βαρώ/ και σπάω τα ζεμπερέκια. Γεώργιος Καραϊσκάκης (παράθεση από την ταινία: Οι ιππείς της Πύλου, 01:19:40).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει μουνιά με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι αυτήν της συνουσίας. Με μια πιο κυριολεκτική σημασία θα μπορούσε να σημαίνει και τον επιδιδόμενο σε αιδοιολειχία, αν και δεν βρίσκω αυτή τη σημασία μεταξύ των λίγων αποτελεσμάτων που δίνει ο γούγλης.

Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. (Η χαρακτηριολογική διαφορά Ρουμελιωτών και Μοραϊτών είναι, ως γνωστόν, από τα κύρια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής, καθώς επηρέασε τον αγώνα). Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.

  1. Οἱ στρατιωτικοὶ κατάλογοι συνταχθέντες εἰς Δαμαλᾶν παρεδόθησαν μὲ ὀνόματα καὶ παρώνυμα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὁ καθείς, χωρὶς νὰ φέρουν τὰ πραγματικὰ πατρωνυμικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν στρατιωτών εἶχον παρώνυμα ἐφηρμοσμένα εἰς αὐτοὺς σατυρικῶς δοθέντα λοιπὸν ἀπὸ αισχρολόγους. Ἄλλος π.χ. ἐλέγετο Γεώργιος Διπλοπούτζης, ἄλλος Διαρχίδης, ἄλλος Κωλοφάγος, ἄλλος Μουνοφάγος, ἄλλος Μαυραγκαθιᾶς, ἄλλος Τραγατζίκης κ.τ.λ. Ὁ κυβερνήτης, λοιπόν, ἐζήτησε τὰ ὀνὀματα τῶν πατέρων καὶ ὄχι τὰ παρώνυμα καὶ ἔγιναν ούτως οἱ κατάλογοι. Εἶναι πραγματικὰ απερίγραπτος ὁ πλοῦτος τῶν σατυρικῶν παρωνύμων (παρατσουκλιῶν) ποὺ στολίζει τὰ μητρῶα ἀρρένων καὶ τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρούμελης καὶ θαυμαστὴ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέχονταν τοὺς τόσο προσβλητικούς αὐτοὺς χαρακτηρισμούς ἀχώριστους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν τους. Ἀντίθετα ὁ Μοραίτης, πολὺ καμαρωμένος στὴν προσωπική του παράσταση, δὲν ἀνέχεται προσωπικὰ παρατσούκλια. Οἱ ἐκλογικοὶ κατάλογοι τοῦ Μοριᾶ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀβλαβή, ἀλλὰ λαογραφικὰ ἐνδιαφέρουσα «ντροπή». Ἡ διαφορὰ δείχνει τὸν χαρακτήρα τῶν δυὸ λαῶν. Ὅσο γιὰ τὰ λήγοντα εἰς -φάγος, ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα «Κονοφάος» (Εἰκονοφάγος), λείψανο ἴσως ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια τῶν Εἰκονοκλαστῶν. Τραγατζίκης, ἀπὸ τὸ ταγάρι (τάργα), ταργαζίκι. Μαυραγκαθιᾶς ὁ πολὺ δασωμένος στὰ απόκρυφα μέλη. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του Εικοσιένα, Μακεδόνος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος Γ', σ. 86 στην έκδοση του 1942 από τις εκδ. Πελεκάνος).

  2. -τραβα γαμησου μαλακιστηρι και βουλωστο
    - τι μουνοφαγος εισαι μωρε δυστυχισμενε; αφου εχεις να ακουμπησεις γυναικα απο τοτε που σε βαφτισαν χαχαχα
    - Δεν ακουμπαω οποια κι οποια ρε λιγουρη!!!!!! Την υπογραφη μας και το καυλι μας δεν το βαζουμε οπου κι οπου ειπαμε (Από βρις-οφ σε μπουρδελοσάη).

  3. Καλείται λοιπόν όποιος φασιστοκαβλωμένος ψωλοναζιστής μουνοφάγος Έλληνας Εθνικιστής παρακολουθεί και ψάχνεται να πάει. (Από εχθροπαθές εθνικιστικό ποστ που καλύτερα να μη λινκάρω).

  4. - Εμπρός σύντροφοι μουνόδουλοι στο δρόμο που χάραξε ο Σαρκοζύ!
    - Διαφωνώ, όποιος βάζει το πεός του εκεί που το έβαζε ο μιγκ τζάγκερ για μένα ειναι ήρωας, απλά ήρωας.... - Το μουνόδουλος άλλη έννοια έχει. Ο Τζάγκερ ήταν μουνοφάγος. (Διευκρινίσεις σε φοράδα).

Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης, που διασώζει τη σλανγκιά. (από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified