Πυροσβεστική αργκό για την μικροεστία φωτιάς που συνεχίζει να καίει μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς και που μπορεί να αναζωπυρωθεί με κάποιο φύσημα του αέρα. Γαμώ το καντήλι του, που λένε και στο χωργιό μου.

Ζωάκια που έτρεχαν να σωθούν με φλεγόμενη γούνα, κόσμος που έψαχνε με φακούς μέσα σε καμμένα αυτοκίνητα μήπως βρει κάποιον δικό του άνθρωπο, νεκρό ή ζωντανό, άτομα που έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν [...] η λέξη «καντηλάκια» για τις εστίες φωτιάς που δεν έλεγαν να σβήσουν [...]

εδώ

Είναι-δεν είναι ένα μέτρο. Ρίχνει νερό με το λάστιχο στους θάμνους που μισοκαίγονται ακόμα ανάμεσα σε καρβουνιασμένα δέντρα και καμένα παιχνίδια - εδώ ήταν κάποτε η αυλή του σπιτιού του.

Είναι απολύτως συγκεντρωμένος, σχεδόν βλοσυρός, και δεν ρίχνει δεύτερη ματιά όταν καταλαβαίνει πως τον κοιτάζουν.

Εδώ και ώρες δεν έχει σταματήσει να σβήνει μικρά «καντηλάκια» φωτιάς παρόλο τον καπνό και την αφόρητη ζέστη.

εκεί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified