Ξεκωλοξεσκισμένος/ -η είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί πρωκτική συνουσία που του έχει δημιουργήσει ευρύ σκίσιμο στην περιοχή.
Επίσης χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του ποσοστού της τύχης κάποιου.
- Εχθές έκανα κωλονοσκόπηση και νιώθω τελείως ξεκωλοκωλοξεσκισμένος.
- Η Μαρία με απάτησε - Α την ξεκωλοκωλοξεσκισμένη
- Κέρδισα το ΛΟΤΤΟ τισ προάλλες. - Όντως ρε ξεκωλοκωλοξεσκισμένε;