Από το Αγγλικό peak. Χρησιμοποιείται στη σεξολογία (peak orgasm - κορύφωση οργασμού). Θα κορυφωθώ.

Παράδειγμα εδώ

"Μαράκι θα ρθείς το βράδυ στο απίτι να ξαπλώσουμε μαζί και να με πικάρεις (να με κορυφώσεις)". "Γιάννη πάω με τη Δανάη για να πικάρουμε (να κορυφωθούμε)"

Got a better definition? Add it!

Published