Πνευμετικός, ο (ουσ.). Ο ιερέας με κυριαρχικές τάσεις, δογματικές απόψεις και παιδοφιλικές αναζητήσεις.
- Να σας γνωρίσω τον Πάτερ Ιερόκαυλο, τον πνευμετικό μου.
Πνευμετικός, ο (ουσ.). Ο ιερέας με κυριαρχικές τάσεις, δογματικές απόψεις και παιδοφιλικές αναζητήσεις.
- Να σας γνωρίσω τον Πάτερ Ιερόκαυλο, τον πνευμετικό μου.
Got a better definition? Add it!