Σκυλαμπίλιτι ή σκυλability
Η ικανότητα που διαθέτει το εν λόγο άτομο να γίνεται σκύλος/σκύλα/σκυλί, αγγλιστί "bitch mode potential"
- Ο Μίλτος ρε μαν έβγαλε δόντια και δεν του το 'χα να αντιδράει έτσι...
- το κάνει συχνά, έχει τρελό σκυλαμπίλιτι!
Σκυλαμπίλιτι ή σκυλability
Η ικανότητα που διαθέτει το εν λόγο άτομο να γίνεται σκύλος/σκύλα/σκυλί, αγγλιστί "bitch mode potential"
- Ο Μίλτος ρε μαν έβγαλε δόντια και δεν του το 'χα να αντιδράει έτσι...
- το κάνει συχνά, έχει τρελό σκυλαμπίλιτι!
Got a better definition? Add it!