Μυθικής γεύσης τοπικό έδεσμα των Κυκλάδων και ειδικότερα της Νάξου. Παράγεται σε τοπικούς φούρνους. Σύμφωνα με το μύθο, οι πατάτες που βαριόσαντο να πανε και να πουληθουν στα παζαρια της ηπειρωτικής Ελλάδας αιχμαλωτιζονται κάθε καινούργιο φεγγάρι και παραδίδονται σε ειδικούς φούρνους που τις κάνουν πίτες για ανυποψίαστους τουρίστες και ξεναγους.

Η γεύση της πατατοπιτας, παρά το μεγάλο ντόρο γύρω από το έδεσμα παραμένει έτσι κι έτσι.

κολύμπησε 15 ώρες για να φτάσει στο νησί και τσάκισε 4 βαρεμένες πατατοπιτες από τη λιγουλάκι του.

Η Ιωάννα γύρισε όλο το νησί από φούρνο σε φούρνο και τελικά βρήκε βαρεμένη πατατόπιτα, τελικα η κούρου ήταν καλύτερη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλαμπίλιτι ή σκυλability

Η ικανότητα που διαθέτει το εν λόγο άτομο να γίνεται σκύλος/σκύλα/σκυλί, αγγλιστί "bitch mode potential"

- Ο Μίλτος ρε μαν έβγαλε δόντια και δεν του το 'χα να αντιδράει έτσι...

- το κάνει συχνά, έχει τρελό σκυλαμπίλιτι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ρίχνω, πετάω, απελευθερώνω, εξαπολύω κάτι χωρίς να το πολυσκεφτώ.

- Να σουτάρω κι ό,τι γίνει;

- σβουγγάνα 'το!

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία για το "Της Παναγιάς Τα Μάτ(κ)ια".

Χρησιμοποιείται κυρίως από νεολαίους κατά τις διαδικτυακές συνομιλίες τύπου τσατ (https://www.slang.gr/lemma/23202-tsat) αλλά και από βιρτουόζους της αυθεντικής αργκώ.

Θα κάνουμε μια σελίδα που θα έχει μέσα ΤΠΤΜ δικέ μου

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπέηκον που αν και ψημένο, δεν έχει αποκτήσει καθόλου τραγανότητα και παραμένει μαλακό.

Η προέλευση της συνταγής αυτής χάνεται στα καπή της Αμερικανικής Δύσης του 19ου αιώνα. Εκεί λόγω των συνθηκών ζωής που οδηγούσαν στην απώλεια των δοντιών, αναγκαζόντουσαν να καινοτομούν στις μεθόδους ψησίματος του παραδοσιακού και εύγευστου εδέσματος.

- Μικρέ, πκιάσε μια φασόλια με λαρδί και μιά κότον μπέηκον!
- Ότι πει ο παππούς που είναι πελάτης με τα ούλα του!
- Αν ήμουν 10 χρόνια νεότερος θα στις έβρεχα τσακάλι...
- Αν ήσουν 10 χρόνια νεότερος θα ετρωγες και τραγανό μπέηκον!

Got a better definition? Add it!

Published

Η επίπονα ασφυκτική καταπόνηση των αρχιδιών του ανδρός από την πίεση κατά το κλείσιμο των ποδιών σε καθιστική στάση.

- Ωι βάι
- Γιατί σκούζεις ρε γέρο;
- Πήγα να αλλάξω σταυροπόδι και χτύπησε το αρχιδοκτόνι

Got a better definition? Add it!

Published