Παλαιακό, πρόκειται για τη θηλυκότητα, η οποία είναι αρκούντως καυλωμένη, ώστε να προχωρήσει σε κάποιο είδος σεξουαλικής πράξης, αλλά αποφεύγει τις πιο κίνκι πρακτικές. Λεγόταν και για σεξεργάτριες, οι οποίες έκαναν μόνο τα βασικά.

Την είχε δει σεμνοκαυλωμένη, δεν ήθελε ούτε τσιμπουκάκι, ούτε πρωκτικό.

Got a better definition? Add it!

Published