Το απόθεμα ενέργειας που έχεις για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Αγγλιστί: social battery.
Θέλω να πάω σπίτι, η κοινωνική μπαταρία μου έχει εξαντληθεί.
Το απόθεμα ενέργειας που έχεις για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Αγγλιστί: social battery.
Θέλω να πάω σπίτι, η κοινωνική μπαταρία μου έχει εξαντληθεί.
Got a better definition? Add it!