Αυτός που έχει μέσο και σπρώχνεται για να κάνει καριέρα, να καταλάβει μια θέση. Επίσης, πιο ειδικά αυτός που έχει παθητικό ρόλο κατά τη διείσδυση στο σεξ, κυριολεκτικά ή μεταφορικά σε σεξιστικές μεταφορές απαξίωσης. Ενίοτε μπορεί να σημαίνει υπαινιγμό και για τα δύο ταυτόχρονα.

  1. Τον πάνε σπρωχτό για υπουργό.
  2. Τι έγινε Δαραβίγκα; Σπρωχτό σε πάω σήμερα. (Από διαλόγους του Στέφανου Χίου).

Got a better definition? Add it!

Published