Ο τρόπος, γνωριμία ή άτομο που χρησιμοποιεί κάποιος για να διεκπεραιώσει υπόθεσή του, το βύσμα, η άκρη.
Σκίζεται για ξένο ιντερέσο, ψάχνεται να βρει κανένα μέσο. Δεν τον νοιάζει γόπες που φουμάρει, φτάνει να τον λένε παληκάρι. (Λαϊκό άσμα).
Got a better definition? Add it!
Published 2025-06-08 10:51:16+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.