1. Ψήνω γκόμενα. Είναι πιο light από το καυλά(ν)τισμα, καθώς δεν περιέχει υπονοούμενα - ειδικότερα σεξουαλικής φύσεως, άσχετα αν και τα δύο αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Περισσότερο μεταφράζεται σαν φλερτ, παρά σαν στρίμωγμα.

  2. Γλυκοκοιτάω, λιμπίζομαι. Έχω βάλει κάτι στο μάτι κι όλο το γυροφέρνω. Δεν έχει να κάνει απαραίτητα με άνθρωπο, εδώ.

  1. - Που'ναι ο Θέμης ρε; - Να εκεί, χαλβαδιάζει μ' εκείνη τη φίλη της Νίκης...

  2. Έχει βγάλει η kawasaki κάτι καινούρια ζαντικά, εδώ και κανά δίμηνο τα χαλβαδιάζω...

Δες και χαλβέτι, χαλβάς και χαλβάδιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified