1. Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.

  2. Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.

  1. α)-Πώς με κόβεις με το καινούριο παπί; -Χλιδάντερος! Μιλάμε για τρελή μουνοπαγίδα!

β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!

  1. -Κοίτα ρε τον πούστη τον Γιώργο... Έχει δυο φράγκα παραπάνω και τσιμπάει όποιο γκομενάκι του γυαλίσει.
    -Είδες; Το παίζει χλιδάντερος για να μας τη σπάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified