Από το ουγκ ουγκ: ο πρωτόγονος, ο άξεστος, ο αγενής.
- Δες τον γκαούγκαλο πως τρώει με τα χέρια!
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-18 22:19:06+00:00 Last modified 2015-05-05 18:59:02+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.