Η αρχοντική υψηλού κοινωνικού επιπέδου λεσβία. Σύγκρινε με αρχοντομούνα, αρχοντόπουστα.

  1. Οι αρχοντολεσβίες ακούγαν ελληνικά της Πρωτοψάλτη. Εγώ δεν είχα ακούσε ποτέ ελληνικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 118).
  2. Ελληνίδα χοντρή με τατουάζ, βυζάρες, κωλάρα, κυτταρίτιδα με ξυρισμένο το μαλλί στο πλαι (το κάνουν έτσι οι αρχοντολεσβίες). (Από το Μπου).
  3. αρχοντολεσβια πρεπει να ειναι αυτη. ηταν και στο τραξιον του μεγκα ολο με μηχανες και αυτοκινητα ασχολιοταν. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Συναντάται και χωρίς το λίγο. Επίσης και ως θέλω να δω κάτι. Η προτροπή είναι πάντα άσεμνη και προσβλητική σε όποιον απευθύνεται. Χαρακτηριστικά, συνηθέστερη μορφή είναι το ψόφα λίγο να δω κάτι, καθώς και το αυτοκτόνα λίγο να δω κάτι.

Η φράση αποτελεί ένδειξη, αν όχι απόδειξη, κουλαρχοντιάς. Χρησιμοποιείται από υπεργαμάτους τύπους, οι οποίοι φιλερεύνως προτάσσουν την εμπειρική επιστήμη ως αφορμή, αν όχι αιτία, για την ευγενή έκφραση αποτροπιασμού για ανεπιθύμητα υποκείμενα. Είθισται, μάλιστα, η προτροπή να γίνεται σε τόνο μειλίχιο και συγκαταβατικό, ούτως ώστε να διαφαίνεται η αγνή πρόθεση στοχεύουσα στη γαλήνια αποβολή του πρηξοπούτσειου ατόμου.

- Γεια χαρά παιδιά! Με λένε Νταλάρα και θα σας πω ένα τραγούδι!

- Μάλιστα. Για ψόφα λίγο να δω κάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε βλέπω έτοιμο για κλάσιμο, σεβασμός, κλάσε πένθιμα

Φράση την οποία χρησιμοποιούμε συχνά για να συνετίσουμε τον υποψήφιο πέρδοντα να αφήσει το άντερο του ανεξέλεγκτα ελεύθερο κατά τη διάρκεια τελετουργικού κηδείας, μνημόσυνου η τρισάγιου, στα οποία συχνά παρευρίσκεται ομήγυρης πενθούντων, και λοιπών παρευρισκομένων, έτσι ώστε ο πέρδων να κάνει μεν την ανάγκη της γνωστής σε όλους πράξης του κλασίματος με τρόπο δε σεμνό όπως αρμόζει στην περίσταση τηρώντας πάντα τους κανόνες ευγενείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εγκατάλειψη (ή ακύρωση σχεδίων) μιας παρέας, ή οποιουδήποτε, με απροσδόκητο, απρόβλεπτο ή αγενή τρόπο. Επίσης προκύπτουν και οι λέξεις: πιστολιέρο, πιστολάτο, πιστολάρα, πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

-Τί πιστόλι ήταν αυτό που μας έριξε χθες βράδυ ο Νίκος! Και 'μεις κάτσαμε και του οργανώσαμε έξοδο με γκομενάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύφος χώστρας

Είναι αυτή που τα χώνει, χωρίς να μασά τα λόγια της. Ο θηλυκός μάγκας που ξεσπαθώνει και απειλεί το φαλλοκρατικό δικαίωμα της αντιμιλιάς και του τελευταίου λόγου (του άντρα του πολλά βαρύ που το κέφι του θα κάνει και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω, βρε αδέρφι, αυτού που από την κοινωνία αναμένεται να είναι χώστης κι αυτός αλλά μόνον αυτός ρυθμιστής της συμπεριφοράς ασκώντας μέσα από το χώσιμο κοινωνικό έλεγχο). Είναι ανώτερη της γλωσσούς, κινείται βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος, γιατί και άποψη έχει και μπορεί να κλείσει μια κουβέντα με το δικό της λόγο ως τελευταίο με επιχειρήματα που βαρούν κατά θανάτου, βροντερά που στήνουν στον τοίχο αυτόν με τον οποίο τα βάζει/ έχει τη λογομαχία.Τα λέει τσεκουράτα, έξω από τα δόντια και τα χώνει αδρά χωρίς αβρότητες, λεπτότητες ή τακτ. Η ειλικρίνειά της αγγίζει τα όρια της ωμότητας, αφοπλίζοντας φίλους κι εχθρούς που θα βρεθούν στο πέρασμα της ορμητικής της λάβας: ειδικά όταν είναι οργισμένη κινδυνεύουν με φωτιά τα παντζάκια τους. Χτυπάει όποιον βρει, όπου βρει ως παρενέργεια που έχει πάνω της η τρομερή άτις. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει και τη μορφή της Δευτέρας Παρουσίας της ίδιας κι αυτό προκρίνεται από το βαθμό στην κλίμακα οργής που κατέχει στην εκάστοτε περίπτωση. Η χώστρα τα χώνει έχοντας ισχυρό εφαλτήριο. Κάποιο περιστατικό που τη θίγει προσωπικά, στην ευαίσθητη τιμή της, δεν είναι ένα τσουτσέκι που απλώς τη λέει, όπως μπορεί να είναι η γλωσσού. Είναι άτομο υψηλού ηθικού φρονήματος, τιμιότητας και τιμά τα παντελόνια που φορεί όσον αφορά στην επαναφορά της τάξης από την ξεστρατιθείσα γνώμη αυτού που της άναψε φωτιές. Ο απώτερος στόχος του χωσίματός της δεν είναι απλώς το ξεφτιλίκι, αλλά μια πρόκληση υπέρβασης ορίων προς το καλύτερο γι' αυτόν που το δέχεται. Στήνει απέναντί του τον καθρέφτη των αδυναμιών του και αυτές υποδεικνύει προς βελτίωση, αλλαγή, εξάλειψη. Ηθικοπλαστική, με ηθικά διδάγματα γνώμη κυρηγμάτων επί της ουσίας, ο λόγος της. Αλλιώς και άγγελος τιμωρός.


-... Και τότε του είπα πως όταν λογοδοτήσει για τη ζωή του τί θα έχει να πει όταν θα παραδίδει την ψυχή του; Πως έφυγε όπως ήρθε, του κουτιού! Με τη ζελατίνα του ανέγγιγη. Το μόνο που έχει να πει, συνοψίζεται σε 5 λέξεις: Πιπί, κακά, μαμ, σεξ και νάνι! Κουραδομηχανή και τίποτε άλλο... Και για το μόνο που μπορεί να παινευτείς είναι για το ότι σαν αποτυχημένος ήταν πολύ πετυχημένος!
- Πω... Κι αυτός τί σού' πε;
- Τίποτα... Τί να μου πει.. (μορφασμός με συνοφρυωμένη κλαψομούνικη έκφραση και χείλη ελαφρώς ανοιγμένα, στρόγγυλα σε θέση "Ουουου") Καθόταν και με κοίταζε... Σαν το κλαμμένο μουν!...
- Ε, μα! Είσαι κι εσύ... Τα χώνεις γερά...
- Τί να πω... Είμαι κι εγώ... Χώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στο διαρκώς αυξανόμενο φαινόμενο θετικού και ενίοτε υπερθετικού σχολιασμού φωτογραφιών στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ή όπως λένε στο χωριό μου (σόσιαλ μήντια). Ο σχολιασμός γίνεται κυρίως κάτω από φωτογραφίες μπάζων.

- Αίσχος
- ;;;
- Δεν υπάρχει η φώκια, ο Θανάσης ο υδραυλικός, έβαλε φωτό από παραλία, η φωτοευγένεια από κάτω με ξεπερνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Άνθρωπος που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική. Συν.: αγενής, άξεστος. Αυτός που συμπεριφέρεται με τους νόμους της ζούγκλας.

Χρησιμοποιείται επίσης στις ένοπλες δυνάμεις για χαρακτηρισμό μη προβλεπόμενου στρατεύσιμου.

Λοχίας: Λοιπόν ακούστε κωλόψαρα, μη μου ξαναπαρουσιαστείτε αγυάλιστοι σα ζουγκλαίοι. Σας πήρε και σας σήκωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγενής, ταραξίας.

Ήρθαν οι κάφροι και τα έσπασαν όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απολίτιστος, ο αγροίκος στους τρόπους, ο χυδαίος, ο χωριάτης, ο αγενής.

Κρητική διάλεκτος.

Ο βιλλάνος είναι πρώτα απ' όλα Αγενής. Η αγένεια νομίζω έχει βαθύτερες ρίζες και ένας άνθρωπος φύσει αγενής ακόμα κι' αν μιλάει στον πληθυντικό πιθανώς να προσβάλλει τον συνομιλητή του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified