SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for βους

βους

Ο τύπος που ειναι θεόχοντρος.

Πε μαλάκα κοίτα εκεί έναν βους... σαν μπουλντόζα!

Γεώργιος Βους. (από joe909, 25/11/11)

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • εμφάνιση
  • ζώα
  • πάχος
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2008-02-19 16:59:57+00:00
Last modified 2015-06-11 19:21:00+00:00

Snake

Snake

  • 1
  • 0
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.