SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for σαβουρογαμόσαυρος

σαβουρογαμόσαυρος

Αυτός που γαμάει ό,τι βρει.

- Ρε μαλάκα πως τη γαμάς αύτη ρε σαβουρογαμόσαυρε;
- Αν δε μπαζώσεις, σπίτι δε χτίζεις!

Εκτο-ενδομορφική αχλαδομουνοπατσαβούρα (από Vrastaman, 13/03/09)

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος.

Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης

Got a better definition? Add it!

  • σεξουαλικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: συνθετικό σαβουρο-
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2008-02-20 15:48:41+00:00
Last modified 2015-04-18 19:59:37+00:00

lizzard

lizzard

  • 99
  • 3
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.