Ο/Η έχων/έχουσα μακρόχρονη αποχή από σεξουαλικές δραστηριότητες. Κοινώς, ο αγάμητος.

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Σύλλογος Επικινδύνων Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας.

- Ρε συ; Σ.Ε.Λ.Π.Α. κι ο Γιάννης; Πώς κάνει έτσι μόλις δει θηλυκό;
- Άσε, πρόεδρος και βάλε...

Το σήμα της ΕΛΠΑ (από poniroskylo, 16/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified