Ο/Η έχων/έχουσα μακρόχρονη αποχή από σεξουαλικές δραστηριότητες. Κοινώς, ο αγάμητος.
Αρκτικόλεξο που σημαίνει Σύλλογος Επικινδύνων Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας.
- Ρε συ; Σ.Ε.Λ.Π.Α. κι ο Γιάννης; Πώς κάνει έτσι μόλις δει θηλυκό;
- Άσε, πρόεδρος και βάλε...