Τύπος που ανοιγοκλείνει τα μάτια του ασύστολα, είτε επειδή έχει τικ, είτε επειδή είναι σπασαρχίδας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Σε περίπτωση που ανοιγοκλείνει το ένα μάτι, αποκαλείται φλας.

- Μόλις είδε την γκόμενα έκανε σαν αλάρμ ο Μήτσος... Τα έλιωσε τα μάτια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified