Όταν το ψέμα δεν πείθει και παραμένει ένα ψέμα.

- Πρέπει λοιπόν όλοι να το καταλάβουν ότι τα παραμύθια χωρίς δράκο δεν έχουν ενδιαφέρον πια... Και τα μικρά παιδιά, με την άδολη ματιά, όλοι μας, το έχουμε ήδη προ καιρού καταλάβει... Και δεν μπορούν να μας κοροϊδεύουν... Κοιτώντας τον καθρέπτη τους θα δούνε το γερασμένο πρόσωπο της αδιαφορίας τους να σκιάζει το τοπίο... Ας πάνε λοιπόν στα σπίτια τους να ξεκουραστούν. Αρκετά πιά! Φτάνει!...
(από το άρθρο «Καλό το παραμύθι σας, αλλά δεν έχει δράκο!...» εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται, όταν σε κάποιον χώρο εμφανιστεί κάποια γλυκιά παρουσία (πάνω από 1.76, πλούσιο μπούστο, πεταχτό κώλο, ξανθό μαλλί) και μόνο τότε.

-Μάγκες ήρθε η άνοιξη...
-Ναι... ναι... μου άνθισε η τσαπού.

Θάνε, σαν να μπαίνει η άνοιξη! (από Hank, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκουρόχρωμος φίλος μας... Κοινώς, ο μαυριδερός.

- Ρε Νίκο, πολυ μαύρισες ...
- Σκέτος νύχτας έγινα, γάμησε τα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φραση που αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάνει εμφάνιση συνοδευόμενος απο μουνιά υψηλής ποιότητος και αναγνωρισιμότητας... Συνήθως επρόκειτο για μεσήλικα με μαλλί περίφραξη και φουσκωμένο πορτοφόλι.

- Κοίτα το θείο τι μωρά σέρνει...
- Βρε καλώς τον κυρ Ηλία με τα καλά τα εργαλεία (τραγουδιστά)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος κουρέματος, οπου ο κάτοχος εχει αφήσει τη γνωστή απο την δεκαετία του '80 χαίτη, πλανισμένη όμως στα πλαινά...

- Κοίτα χαίτη ο τύπος...
- Ναι... σαν λασπωτήρας από Toyota-Nissan-Isuzu κ.α.

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορίζει τους λάτρεις της χρυσής καδένας.

Fa Cad'oro ειναι μάρκα χρυσαφικών.

-Κοίτα τον τύπο με την χρυσή αλυσίδα και το δασύτριχο στέρνο....
-Ποιόν λές;
-Αυτον με το μαλλί λασπωτήρα απο ΤΟΥΟΤΑ
-Αααα....τον Φακαντόρο εννοείς...

Gafadoro: Η Ασφάλεια σας φέρνει πιο κοντά! (από Hank, 17/05/09)ADORO blue cheese (από dryhammer, 09/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του «ανθρώπου»: Ανθρωπάκι - πάκι...

Χρησιμοποιείται για να υποβιβάσουμε κάποιον.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.

-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει καποιον σκουρόχρωμο.

Είναι για έναν τόνο πιο σκούρες αποχρώσεις από το μπέζ.

Ρε Πόπη, γιά φώναξε τον φιμέ να πάρουμε κανένα cd...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει οτι κάποιος είναι λαμόγιο ή επιρρεπής στη λαμογιά (κοινώς, καβαντζοπουστας).

- Να πληρώσω τους καφέδες η τους κέρασε ο Μήτσος;
- Πλήρωσε τους γιατί ο άλλος την έκανε πάου νιάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified