Αυτή που το πρωί δουλεύει στα χωράφια (τσάπα) και το βράδυ σε νυχτερινά κέντρα, σκυλάδικα (τσούλα).
Κενό
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-26 15:56:53+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.