Άνδρας (ούτως ειπείν...) του οποίου οι περήφανοι γονείς έχουν γνωριστεί με τους γονείς της γκόμενάς του - κοινώς, έχει κάνει «φανερώματα». Θηλυκό: Φανούρω, φανούραινα.
Καμία σχέση με το φανουρομωρό
Φανούρη, κόκα-κόλα έφερες;
Got a better definition? Add it!
Published 2008-03-03 21:28:42+00:00 Last modified 2010-11-22 05:36:39+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.