Το κατά συρροήν κλάσιμο.

- Έφαγα το μεσημέρι κάτι που με πείραξε και μ' έχει πιάσει ένα κλασίδι...

βλ. και κλανίδι, κλανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified