Ως μεταβατικό ρήμα, αυτοκτονώ κάποιον: (α) φέρνω κάποιον στα πρόθυρα αυτοκτονίας, στα όριά του, (β) σκοτώνω (λέγεται ως αστείο).
Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, βρε κολόνα του σπιτιού μου, τί διαζύγια μου λες; Να με αυτοκτονήσεις θέλεις;
Παίξτε μπάλα ρέεεεεεεε!... Ψόφιοιοιοιοι!... Κουνηθείτε ρέεεεε!... (γυρνάει στον διπλανό) Θα μας αυτοκτονήσουν οι μαλάκες έτσι όπως παίζουνε σήμερα.
Άμα ξαναπιείς απ' τον καφέ μου θα σε αυτοκτονήσω!...