Ως μεταβατικό ρήμα, αυτοκτονώ κάποιον: (α) φέρνω κάποιον στα πρόθυρα αυτοκτονίας, στα όριά του, (β) σκοτώνω (λέγεται ως αστείο).

  1. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, βρε κολόνα του σπιτιού μου, τί διαζύγια μου λες; Να με αυτοκτονήσεις θέλεις;

  2. Παίξτε μπάλα ρέεεεεεεε!... Ψόφιοιοιοιοι!... Κουνηθείτε ρέεεεε!... (γυρνάει στον διπλανό) Θα μας αυτοκτονήσουν οι μαλάκες έτσι όπως παίζουνε σήμερα.

  3. Άμα ξαναπιείς απ' τον καφέ μου θα σε αυτοκτονήσω!...

Μερικές φορές αποτελεί αίτημα του θύματος. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified