Σταματάω (1) να είμαι εθισμένος ή (2) να μου αρέσει υπερβολικά ή (3) να επαναλαμβάνω μηχανικά κάτι.
Πολύ συνηθισμένη είναι η προστακτική β' προσώπου: ξεκόλλα!
Προσπαθώ να ξεκολλήσω απ' την τηλεόραση, αλλά μάταιος κόπος...
- Όλη την ώρα μέταλ ακούω ρε φίλε, όλα τ' άλλα είναι βλακείες!
- Ε καλά, κι εγώ μόνο μέταλ άκουγα στην αρχή, αλλά σιγά-σιγά ξεκόλλησα και άρχισα να ακούω και άλλα είδη μουσικής...- ...και του λέω ξέρω 'γω τι κάνεις εκεί ρε φίλε; Και ξέρω 'γω ο μαλάκας καθότανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα ξέρω 'γώ να πούμε... Ρε, ακούς τι σου λέω;
- Όχι, μετράω πόσα «ξέρω 'γω» έχεις πει μέχρι τώρα... Ξεκόλλα ρε μαλάκα με το «ξέρω 'γω», πες και τίποτε άλλο!