Ο έχων πεταχτά δόντια. Η λέξη προέρχεται από το ασπάλαξ.

Πα, πα, πα! καθόλου δε μ' αρέσει ο σφάλιαγκας. Απορώ με τα γούστα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified