(Από το ιταλικό rifare [=αντισταθμίζω ζημιές]): Ξανακερδίζω ό,τι έχασα, σε τυχερό παιχνίδι ή σε επιχείρηση. Μεταφορικά σημαίνει ότι έρχομαι στα ίσα μου, ότι γίνομαι πάτσι, ότι ανταποδίδω μια χάρη ή εκπληρώνω μια υποχρέωση.

  1. - Η Βραζιλία τώρα θέλει να νικήσει για να ρεφάρει την ταπεινωτική ήττα απ’ την Αργεντινή.

  2. - Τι γίνεται ρε μαλάκα; Έχουμε κανέναν μήνα να συναντηθούμε, έτσι την πουλάς την παρέα;
    - Τι λες ρε, απλώς έχω κάτι δουλειές και έχω γαμηθεί στο τρέξιμο! Θα ρεφάρω από βδομάδα που θα είμαι πιο χαλαρός... Ετοίμασε τις μπύρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified