Ήθελα κάτι να πω αλλά κόλλησα... έπαθα κοκομπλόκο...

Όχι ρε γαμώτο... δεν το θυμήθηκα... έπαθα κοκομπλόκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανότατα προέρχεται από το αγγλικό cockblocked που δηλώνει την διακοπή της σεξουαλικής πράξης από τρίτο πρόσωπο, από αμέλεια ή δόλο.

- Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απόλυτης σύγχυσης.

Συνώνυμα: μπέρδεμα, σύγχυση.

Έχω μπερδευτεί τελείως. Έπαθα κοκομπλόκο!

Βλέπε και μπακακάο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της εμπλοκής. Όταν κάτι δεν λειτουργεί.

- Γιατί δεν δουλεύει το PC;
- Έχει πάθει κοκομπλόκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified