Λέξη που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, ώστε να διακρίνεται το αρχικό φωνήεν e- (= electronic), αντί του Ε- της γνωστής λέξης Ελληνάρας.

Πρόκειται για τον εθνικά υπερήφανο Έλληνα χρήστη του ίντερνετ που ξημεροβραδιάζεται λογομαχώντας/βρίζοντας ηλεκτρονικούς «πατριώτες» άλλων εθνικοτήτων, επιχειρηματολογώντας με αδιάσειστα παραϊστορικά στοιχεία σχετικά με την ανδροπρέπεια του Λεωνίδα, το βάρος του μορίου των ηρωικών τσολιάδων, το παχύ μουστάκι του Γρίβα Διγενή, τον μελωδικό βόμβο «τεριρέμ» που βγάζουνε τα Χαννεμπού του Λιακόπουλου κτλ...

(Από το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας)
Πριν από τις ιντερνετομαχίες για το «Μακεδονικό» , είχαμε εκείνες με τους Τούρκους. Τα δελτία φρικιούσαν. «Οι Τούρκοι λένε ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν gay!» και κάποιοι e-λληναράδες απαντούσαν: «Γιατί; Ο Κεμάλ δεν ήταν;»

Ο ΚΑΙΡΟC ΓΑΡ ΕΓΓΥC 2: Best seller του Λιακόπουλου, η χαρά του Ελληνάρα και e-λληναρά! (από Cunning Linguist, 17/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified