Αλλιώς: το κωλοβάρεμα μέχρι αηδίας και το ξύσιμο αρχιδιών που, για χάρη συντομίας και savoir vivre (σαβουάρ βίβρ), έγινε απλά ξυστό. Κατά κάποιους προέρχεται από το αγαπημένο σπορ των Ελλήνων δημόσιων υπαλλήλων που όλη μέρα ασχολούνται με το ξυστό και το στοίχημα, εξ ου και η έκφραση, «ξύσε το ξυστό» που κατά κόρον ακούγεται στις δημόσιες υπηρεσίες. Κατά άλλους πάλι, ο όρος αυτός προέρχεται από τα έδρανα της βουλής και αναφέρεται στο αγαπημένο χόμπυ των 300.

- Πω πω ρε μαλάκα, πώς θα περάσουν πάλι τόσες ώρες σε αυτή τη σύσκεψη; Όλο μαλακίες λένε, μιλάμε για απίστευτο ξυστό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified