Τρίτο πρόσωπο πληθυντικού στον παρατατικό του ρήματος γαμιέμαι- στον υπερθετικό βαθμό, εννοείται. Η εξεζητημένη κατάληξη -συγκριτικά με τον, ας πούμε, στάνταρ τύπο γαμιόντουσαν- και σε συνδυασμό με την επιμήκυνση της λέξης, δείχνει ότι αυτοί στους οποίους αναφερόμαστε όχι απλώς το έκαναν αλλά το έκαναν με ένταση, με διάρκεια και κατ' εξακολούθηση. Μιλάμε για ξέσκισμα κανονικό.
Η σωστή εκφορά είναι γαμιοντουσ -τά-ντενε. Δηλαδή, μικρή παύση μετά το -σ- και τονισμός με μεγάλη έμφαση της συλλαβής -τά-.
Αν θέλουμε να αναφερθούμε σε γαμήσι λίγο ηπιότερο, ο συγκριτικός βαθμός είναι γαμιοντουστάντε - μια σχετική σμίκρυνση με την παράλειψη του τελικού -νε.
Η πατρότητα του γαμιοντουστάντενε, σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, αποδίδεται στον Γιάννη Ζουγανέλη από την εποχή του «Αχ Μαρία». Μπορεί να ακούγεται τραβηγμένο - κυριολεκτικά και μεταφορικά - αλλά η αλήθεια είναι ότι εντάσσεται ωραιότατα σε μια μακρά γλωσσική παράδοση που ειδικά το γ' πληθυντικό του παρατατικού το θεωρεί πρόκληση και πρόσκληση για δημιουργική αναρχία. Όλοι οι τύποι στην λίστα αυτή απαντώνται και δεν είναι κατασκευασμένοι:
- γαμιόνταν
- γαμιόντανε
- γαμιούνταν
- γαμιούντανε
- γαμιένταν
- γαμιέντανε
- γαμιόντουσαν
- γαμιόντουσανε
- γαμιόσαντε
- γαμιούσαντε
- γαμιόσανε
Και πιθανότατα να υπάρχουν και άλλοι.
Ακριβώς τα ίδια ισχύουν και για το ρήμα πηδιέμαι, δηλαδή: πηδιόντουσαν πηδιόντουστάντε πηδιοντουστάντενε.
- Καλέ, με ξέρεις εμένα ... έχω ανοιχτό μυαλό όσο νά 'ναι ... αλλά αυτό το πράμα δεν τό 'χα ξαναδεί ... καλέ, αυτές οι ξένες οι μεθυσμένες μπροστά στα μάτια του κόσμου πηδιοντουστάντενε ... παιδί μου, σαν τα σκυλιά στους δρόμους γαμιοντουστάντενε οι ξέκωλες ... μετά συγχωρήσεως, δηλαδή ... φωτιά, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει ...