Το κενό (εσοχή) ανάμεσα στα κωλομάγουλα (κωλομέρια). Η κωλοχωρίστρα.
3 <--- κωλοχαράδρα

Όταν χέζεις, πώς σκουπίζεσαι; Κατά μήκος της κωλοχαράδρας από μπρος προς τα πίσω, ή από πίσω προς τα μπρος; Εγώ το δεύτερο...

Κωλοχαράδρα; Βυζοχαράδρα; (από Galadriel, 13/12/12)

Βλ. και κωλοσχισμή, χαράδρα, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified