Το θηλυκό του ρε, στην Κυπριακή. Εκ του μωρά. Για περισσότερα, βλ. ρε.

- Έσιει έβερεβεναν αβαραβάστρον τσι εβερεβεν μιτσίν!
- Ίνταμπου λαλλείς ρα Τηλλυρκώτισσα;

Αμμων Ρα (από GATZMAN, 03/11/09)(από Έλενα, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified