Κολλάω σε μία ιδέα ή επιθυμία.

Μ' αυτά που της είπε μπαστακώθηκε και ήθελε γάμο το ταχύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω σε ένα μέρος περισσότερο από όσο χρειάζεται, κολλάω και μάλιστα πεισματικά.

Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που κατεβάζει τραγούδια χωρίς να μπαστακώνομαι πάνω από το pc.

Got a better definition? Add it!

Published